κοχλιότοπος
Greek Monolingual
ο
τόπος όπου υπάρχουν παλαιολιθικά αποθέματα κοχλιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοχλίας + -τοπος (< τόπος), πρβλ. βοσκό-τοπος, θαμνό-τοπος].
- Αναζήτηση σε: Google | Τριανταφυλλίδη | Βικιπαίδεια | Βικιλεξικό | slang.gr | Κάτο
ο
τόπος όπου υπάρχουν παλαιολιθικά αποθέματα κοχλιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοχλίας + -τοπος (< τόπος), πρβλ. βοσκό-τοπος, θαμνό-τοπος].