κοψιά
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
η
1. η τομή που σχηματίζεται από κοφτερό όργανο
2. το σημάδι που μένει μετά το κόψιμο
3. εξωτερική εμφάνιση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κοψ- του κόβω (πρβλ. αόρ. έ-κοψ-α), + κατάλ. -ιά (πρβλ. βρισ-ιά, ριξ-ιά)].