ἤπειρον εἰς ἄπειρον ἐκβάλλων πόδα → departing to the limitless mainland
κυκλοσοβῶ, -έω (Α)περιστρέφω («πόδα κυκλοσοβεῖτε», Αριστοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κύκλος + σοβῶ «κινώ»].