ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death
κυλικίς, -ίδος, ή (AM)μικρή κύλικαμσν.φάρμακο, καταπότιοναρχ.θήκη φαρμάκων.[ΕΤΥΜΟΛ. < κύλιξ, -ικ-ος + υποκορ. κατάλ. -ίς (πρβλ. αιλουρ-ίς, σταφυλ-ίς)].