κωνόδοντα

From LSJ
Revision as of 14:20, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171

Greek Monolingual

τα
(παλαιοντ.) μικροσκοπικά οδοντοειδή απολιθώματα που αποτελούνται από φωσφορικό ασβέστιο και είναι υπολείμματα μικρών θαλάσσιων ασπονδύλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. conodonta < αγγλ. con(o)- (< κῶνος) + -odonta < ὀδούς, ὀδόντος].