παραβλύζειν τοῦ οἴνου ἐν τῷ ὕπνω → disgorge wine in one's sleep, belch a bit of wine in one's sleep
[Seite 138] ιδος, ἡ, fem. zum Vorigen, τράπεζα φιλίας Luc. Amor. 27, u. a. Sp.
μεσῑτις, -ιδος, ἡ (Α)βλ. μεσίτης.
μεσῖτις: ῐδος (ῑτ) ἡ посредница, примирительница Luc.