λαχανοπωλήτρια
From LSJ
Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf
German (Pape)
[Seite 20] ἡ, Kräuterhändlerinn; Ar. Thesm. 387; D. L. 8, 20.
Greek Monolingual
λαχανοπωλήτρια, ἡ (Α)
βλ. λαχανοπώλης.
Russian (Dvoretsky)
λᾰχανοπωλήτρια: ἡ Arph. = λαχανόπωλις.