θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable
ο, η, θηλ. μαιεύτριαγιατρός ειδικευμένος στη μαιευτική και στη γυναικολογία.[ΕΤΥΜΟΛ. < μαιεύω + επίθημα -τήρ (> -τήρας)].