μαιευτήρας

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source

Greek Monolingual

ο, η, θηλ. μαιεύτρια
γιατρός ειδικευμένος στη μαιευτική και στη γυναικολογία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαιεύω + επίθημα -τήρ (> -τήρας)].