χειματικός
From LSJ
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
English (LSJ)
ή, όν, late form for χειμέριος, Sch.Opp.H.3.459.
Greek (Liddell-Scott)
χειμᾰτικός: -ή, -όν, μεταγεν. τύπος, ἀντὶ χειμέριος, χειμωνικός, Σχόλ. εἰς Ὀππ. Ἁλ. 3. 459.