χειμωνικός
From LSJ
English (LSJ)
ή, όν,
A for winter use, ἱμάτια POxy.1901.37 (vi A.D.). II wintry, καιρός Sch.Opp.H.1.601: Comp. -ώτερος Cat. Cod.Astr. 1.144.
Greek (Liddell-Scott)
χειμωνικός: -ή, -όν, χειμέριος, τρικυμιώδης, ὄμβρον χειμωνικὸν ἀναπέμπουσα Ἐπιφάν. τ. 2, σ. 277C.