μελλιχόφωνος

Revision as of 06:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

ον,

   A softvoiced, Sapph. Oxy.1787 Fr.6.6 ( = Sapph. 129, where μειλιχο-codd.).

Greek (Liddell-Scott)

μελλιχόφωνος: -ον, ὁ μειλιχίως ἡδέως φωνῶν, Σαπφ. Ἀποσπάσ. 129.

Greek Monolingual

μελλιχόφωνος, -ον (Α)
(αιολ. τ.) βλ. μειλιχόφωνος.

Russian (Dvoretsky)

μελλιχόφωνος: эол. = μειλιχόφωνος.