μελλιχόφωνος
From LSJ
Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod
English (LSJ)
μελλιχόφωνον, softvoiced, Sapph. Oxy.1787 Fr.6.6 (= Sapph. 129, where μειλιχο-codd.).
Russian (Dvoretsky)
μελλιχόφωνος: эол. = μειλιχόφωνος.
Greek (Liddell-Scott)
μελλιχόφωνος: -ον, ὁ μειλιχίως ἡδέως φωνῶν, Σαπφ. Ἀποσπάσ. 129.
Greek Monolingual
μελλιχόφωνος, -ον (Α)
(αιολ. τ.) βλ. μειλιχόφωνος.