μεταλλίζω
From LSJ
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
German (Pape)
[Seite 149] Einen zur Bergwerksarbeit verurteilen, Pandect.
Greek Monolingual
μεταλλίζω (ΑM) μέταλλον
καταδικάζω κάποιον να εργάζεται στα μεταλλεία.