μηχανιστικός

From LSJ
Revision as of 15:11, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που συντελείται μηχανικά, χωρίς τη μεσολάβηση κριτικής σκέψης
2. αυτός που εξηγεί και αναλύει τις κοινωνικές σχέσεις με όρους της βιολογίας ή της φυσικής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή + κατάλ. -ιστικός (πρβλ. αγγλ. mechanistic)].