ιστικός

From LSJ

Οὐ παύσεσθε, εἶπεν, ἡμῖν ὑπεζωσμένοις ξίφη νόμους ἀναγινώσκοντες; → What! will you never cease prating of laws to us that have swords by our sides? | Stop quoting the laws to us. We carry swords.

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό ιστός
(ιστολ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους οργανικούς ιστούς.