Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr
μυάκανθα και μυακάνθη, ἡ (Μ)
ο μυάκανθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του μυάκανθος, με αλλαγή γένους].
ἡ, = ὁ μυάκανθος, Sp.