μυάκανθα

From LSJ
Revision as of 16:48, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr

Menander, Monostichoi, 323

Greek Monolingual

μυάκανθα και μυακάνθη, ἡ (Μ)
ο μυάκανθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του μυάκανθος, με αλλαγή γένους].

German (Pape)

ἡ, = ὁ μυάκανθος, Sp.