νυκτερευτής

From LSJ
Revision as of 00:32, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυκτερευτής Medium diacritics: νυκτερευτής Low diacritics: νυκτερευτής Capitals: ΝΥΚΤΕΡΕΥΤΗΣ
Transliteration A: nyktereutḗs Transliteration B: nyktereutēs Transliteration C: nyktereftis Beta Code: nuktereuth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A one who hunts or fishes by night, Pl.Lg.824.

Greek (Liddell-Scott)

νυκτερευτής: -οῦ, ὁ, ὁ θηρεύων ἢ ἁλιεύων ἐν καιρῷ νυκτός, Πλάτ. Νόμ. 824B.

Greek Monolingual

νυκτερευτής, o (Α) νυκτερευω
αυτός που κυνηγά ή ψαρεύει κατά τη διάρκεια της νύχτας («νυκτερευτὴν δέ... μηδείς... ἑάσῃ μηδαμοῡ θηρεῡσαι», Πλάτ.).

Russian (Dvoretsky)

νυκτερευτής: οῦ ὁ ночной охотник или рыболов Plat.