νυκτιαίος

From LSJ
Revision as of 12:52, 28 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "αῑος" to "αῖος")

Greek Monolingual

νυκτιαῖος, ὁ (Α)
φρ. «νυκτιαῖος δρόμος» — πορεία κατά τη διάρκεια της νύχτας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + κατάλ. -ιαῖος (πρβλ. νωτ-ιαίος)].