ον,
A for cutting hay, δρέπανα PCair.Zen.782 (a). 125 (iii B. C.).
-ον, Ακατάλληλος για κοπή χόρτου.[ΕΤΥΜΟΛ. < χόρτος + -τόμος (< τομή < τέμνω), πρβλ. ὑλο-τόμος.