χορτοτόμος
From LSJ
English (LSJ)
χορτοτόμον, for cutting hay, δρέπανα PCair.Zen.782 (a). 125 (iii B. C.).
Greek Monolingual
-ον, Α
κατάλληλος για κοπή χόρτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χόρτος + -τόμος (< τομή < τέμνω), πρβλ. ὑλοτόμος.
Full diacritics: χορτοτόμος | Medium diacritics: χορτοτόμος | Low diacritics: χορτοτόμος | Capitals: ΧΟΡΤΟΤΟΜΟΣ |
Transliteration A: chortotómos | Transliteration B: chortotomos | Transliteration C: chortotomos | Beta Code: xortoto/mos |
χορτοτόμον, for cutting hay, δρέπανα PCair.Zen.782 (a). 125 (iii B. C.).
-ον, Α
κατάλληλος για κοπή χόρτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χόρτος + -τόμος (< τομή < τέμνω), πρβλ. ὑλοτόμος.