νεοκλαδής
From LSJ
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
English (LSJ)
ές,
A with new branches, Hdn.Gr.2.683.
Greek (Liddell-Scott)
νεοκλαδής: -ές, ὁ ἔχων νέους κλάδους, Χοιροβ. 1. 55.
Greek Monolingual
νεοκλαδής, -ές και νεόκλαδος, -ον (Α)
αυτός που έχει νέα κλαδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -κλαδής / -κλαδος (< κλάδος), πρβλ. πολυ-κλαδής].