μὴ εἴπῃς ὠς οὐκ ἔστι Ζεύς → don't say that there is no Zeus
νεφοῦμαι, -όομαι (Α) νέφος1. (για τον ουρανό ή για τον ορίζοντα) καλύπτομαι από σύννεφα, συννεφιάζω2. μτφ. είμαι ή καθίσταμαι ασαφής, σκοτεινός.