νηπιώδης
From LSJ
Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human
Greek (Liddell-Scott)
νηπιώδης: -ες, (εἶδος) ὁ ὅμοιος πρὸς νήπιον, παιδαριώδης, Ἐφραὶμ Σύρ. τ. 3, σ. 226D, κλ.
Greek Monolingual
-ες (ΑΜ νηπιώδης, -ῶδες) νήπιος
1. αυτός που αρμόζει σε νήπιο, παιδιάστικος
2. αυτός που μοιάζει με νήπιο, παιδιαριώδης, ανόητος
νεοελλ.
μτφ. αυτός που βρίσκεται στα πρώτα του βήματα ή αυτός που δεν έχει προοδεύσει ακόμη, καθυστερημένος («νηπιώδης βιομηχανία»)
μσν.
αυτός που διακρίνεται για τη νηπιακή αθωότητα και αφέλειά του, αφελής, ανόητος.
επίρρ...
νηπιωδῶς (ΑΜ)
με νηπιώδη τρόπο.
German (Pape)
ες, nach Art unmündiger Kinder, Sp.