νικήεις

From LSJ
Revision as of 00:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn

Menander, Monostichoi, 451
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νικήεις Medium diacritics: νικήεις Low diacritics: νικήεις Capitals: ΝΙΚΗΕΙΣ
Transliteration A: nikḗeis Transliteration B: nikēeis Transliteration C: nikieis Beta Code: nikh/eis

English (LSJ)

Dor. νικ-άεις [ᾱ], εσσα, εν,

   A conquering, AP 7.428.5 (Mel.).

Greek (Liddell-Scott)

νῑκήεις: Δωρ. νικάεις, εσσα, εν, ὁ νικῶν, Ἀνθ. Π. 7. 428.

Greek Monolingual

νικήεις, δωρ. τ. νικάεις, -εσσα, -εν (Α)
αυτός που νικά ή που νίκησε, ο νικητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νίκη + κατάλ. -ήεις / -ᾱεις (πρβλ. φθογγ-ήεις)].

Greek Monotonic

νῑκήεις: Δωρ. νικάεις, [ᾶ], -εσσα, -εν, αυτός που νικά, νικητής, σε Ανθ.