νοσιαίος

From LSJ
Revision as of 12:53, 28 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "αῑος" to "αῖος")

Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod

Menander, Monostichoi, 193

Greek Monolingual

νοσιαῖος, -αία, -ον (Μ)
(για μάχη) αιματηρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόσος + κατάλ. -ιαῖος (πρβλ. μετωπ-ιαίος)].