νοσιαίος

From LSJ

οὐ γὰρ γίνονται ἐκπλήξιες τῆς γνώμης οὔτε μετάστασις ἰσχυρὴ τοῦ σώματος → therefore, they experience no mental anxiety and no physical shocks

Source

Greek Monolingual

νοσιαῖος, -αία, -ον (Μ)
(για μάχη) αιματηρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόσος + κατάλ. -ιαῖος (πρβλ. μετωπιαίος)].