νοσιαίος

From LSJ

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source

Greek Monolingual

νοσιαῖος, -αία, -ον (Μ)
(για μάχη) αιματηρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόσος + κατάλ. -ιαῖος (πρβλ. μετωπιαίος)].