ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν → forgive us our trespasses
νοσιαῖος, -αία, -ον (Μ)(για μάχη) αιματηρός.[ΕΤΥΜΟΛ. < νόσος + κατάλ. -ιαῖος (πρβλ. μετωπιαίος)].