στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
άεσσα, ᾶεν;
victorieux.
Étymologie: νίκη.
νικάεις, -εσσα, -εν (Α)
(δωρ. τ.) βλ. νικήεις.
νικάεις: άεσσα, ᾶεν (κᾱ) дор. = *νικήεις.