περιττολογώ
From LSJ
Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch
Greek Monolingual
περιττολογῶ, -έω, ΝΜΑ, και περισσολογῶ ΜΑ περιττολόγος / περισσολόγος
λέω περιττά, άχρηστα λόγια.