πολλὰς ἂν εὕροις μηχανάς· γυνὴ γὰρ εἶ → you will find many ruses: you are a woman
ξενοκομεῖον, τὸ (Μ)κτήριο για περίθαλψη ξένων.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -κομεῖον (< -κόμος < κομῶ «φροντίζω»), πρβλ. γηρο-κομείον].