ξενοκομείον

From LSJ
Revision as of 10:23, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑον" to "εῖον")

πολλὰς ἂν εὕροις μηχανάς· γυνὴ γὰρ εἶ → you will find many ruses: you are a woman

Source

Greek Monolingual

ξενοκομεῖον, τὸ (Μ)
κτήριο για περίθαλψη ξένων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -κομεῖον (< -κόμος < κομῶ «φροντίζω»), πρβλ. γηρο-κομείον].