Revision as of 10:30, 10 May 2023 by Spiros(talk | contribs)(Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
ὀκτάρριζος, -ον (Α) 1. αυτός που έχει οκτώ ρίζες 2. (για τα κλαδωτά κέρατα της ελάφου) αυτός που έχει οκτώ αιχμηρά άκρα. [ΕΤΥΜΟΛ.<ὀκτα- (βλ. λ.οκτώ) + -ρριζος (<ρίζα), πρβλ. τετράρριζος].