γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules
ὁμοεργός, -όν (Μ)αυτός που εκτελεί τις ίδιες ενέργειες με άλλον.[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -εργός (< ἔργον), πρβλ. κακοεργός].