ομοιόπτερος
Greek Monolingual
ὁμοιόπτερος, -ον (Α)
(για πτηνά) αυτός που έχει όμοιο πτέρωμα με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)- + -πτερος (< πτερόν), πρβλ. μονόπτερος].
ὁμοιόπτερος, -ον (Α)
(για πτηνά) αυτός που έχει όμοιο πτέρωμα με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)- + -πτερος (< πτερόν), πρβλ. μονόπτερος].