πτέρωμα

From LSJ

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πτέρωμα Medium diacritics: πτέρωμα Low diacritics: πτέρωμα Capitals: ΠΤΕΡΩΜΑ
Transliteration A: ptérōma Transliteration B: pterōma Transliteration C: pteroma Beta Code: pte/rwma

English (LSJ)

-ατος, τό,
A that which is feathered, e.g. feathered arrow, A.Fr.139, Lyc.56.
2 πτέρωμα βραγχίων the fin by the gills of fishes, Ael.NA16.12.
3 colonnade of a temple, Vitr.3.3.9, 4.8.6.
4 πτερώματα πετάσου awnings, Ephes.2.41 (iii A.D.).
II plumage, τὸ τῆς ψυχῆς πτέρωμα Pl.Phdr.246e; in literal sense, Porph. ap. Eus.PE3.12: pl., Arist.Col.792a24, b28.
2 οἷον.. πτέρωμα τῆς κινήσεως motive wing power, Gal.7.586.

German (Pape)

[Seite 809] τό, die Befiederung, das Gefieder; Aesch. frg. 116; Plat. Phaedr. 246 e. – Der befiederte Pfeil, Lycophr. 56; – βραγχίου, Floßfeder an den Kiemen, Ael. H. A. 16, 12. – Auch = πτερόν bei Gebäuden, Vitruv. 3, 2.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
lobe de branchies.
Étymologie: πτερόω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πτέρωμα -ατος, τό [πτερόν] verenkleed:. τὸ τῆς ψυχῆς πτέρωμα het verenkleed van de ziel Plat. Phaedr. 246e.

Russian (Dvoretsky)

πτέρωμα: ατος τό
1 оперение, окрыленность (τὸ τῆς ψυχῆς π. Plat.);
2 оперенная стрела Aesch.;
3 крыло (τῶν πτερωμάτων χρώματα Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

πτέρωμα: τό, τὸ ἔχειν πτερά, π.χ. βέλος ἔχον πτερά, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 129, Λυκόφρ. 56· πρβλ. πτερόν ΙΙΙ. 6. 2) πτ. βραχίων, τὸ πτερύγιον τὸ παρὰ τὰ βράγχια τῶν ἰχθύων, Αἰλ. π. Ζ. 16. 12. 3) τὸ περίστυλον ναοῦ (ἴδε πτερὸν ΙΙΙ. 9), Βιτρούβ. 3. § 29, 4. § 61. ΙΙ. πτέρωσις, τὰ πτερά, τὸ τῆς ψυχῆς πτ. Πλάτ. Φαῖδρ. 246Ε· ἐν τῷ πληθ., Ἀριστ. π. Χρωμ. 2, 4 καὶ 12.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ, και φτέρωμα Ν
1. τα φτερά και τα πούπουλα ενός πτηνού, το σύνολο τών πτερών και τών πτίλων
2. μτφ. η δύναμη για πέταγμα ή για κίνηση (α. «φρενών πτέρωμα», Κάλβ.
β. «τὸ τῆς ψυχῆς... πτέρωμα», Μεθόδ.
γ. «πτέρωμα τῆς κινήσεως», Γαλ.)
νεοελλ.
το φύτρωμα τών φτερών, η πτεροφυΐα
αρχ.
1. το να έχει φτερά κάποιο ζώο
2. το φτερωτό άκρο του βέλους
3. τα πτερύγια τών βραγχίων τών ψαριών
4. το περίστυλο ναού
5. προεξοχή στέγης, γείσο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτερόν + κατάλ. -ωμα (πρβλ. πλεύρ-ωμα: πλευρά)].

Greek Monotonic

πτέρωμα: -ατος, τό (πτερόω),
I. αυτό που έχει φτερά, π.χ. το φτερωτό βέλος, σε Αισχύλ.
II. τα ίδια τα φτερά, σε Πλάτ.

Middle Liddell

πτέρωμα, ατος, τό, πτερόω
I. that which is feathered, e. g. a feathered arrow, Aesch.
II. plumage, Plat.