ὀμπνιόχειρ

Revision as of 16:38, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")

English (LSJ)

πλουσιόχειρ, πλούσιος, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

ὀμπνιόχειρ: ἴδε ὄμπνιος.

Greek Monolingual

ὀμπνιόχειρ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «πλουσιόχειρ, πλούσιος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄμπνιος «μεγάλος, πλούσιος» + -χειρ (< χείρ, -ός), πρβλ. μονό-χειρ, πλουσιό-χειρ].