ὀμπνιόχειρ

From LSJ

Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 449
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀμπνιόχειρ Medium diacritics: ὀμπνιόχειρ Low diacritics: ομπνιόχειρ Capitals: ΟΜΠΝΙΟΧΕΙΡ
Transliteration A: ompniócheir Transliteration B: ompniocheir Transliteration C: ompniocheir Beta Code: o)mpnio/xeir

English (LSJ)

πλουσιόχειρ (open-handed), πλούσιος, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

ὀμπνιόχειρ: ἴδε ὄμπνιος.

Greek Monolingual

ὀμπνιόχειρ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «πλουσιόχειρ, πλούσιος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄμπνιος «μεγάλος, πλούσιος» + -χειρ (< χείρ, -ός), πρβλ. μονόχειρ, πλουσιόχειρ].