ονειρόφαντος
From LSJ
Νόμων ἔχεσθαι (Νόμοις ἕπεσθαι) πάντα δεῖ τὸν σώφρονα → Legibus haerere sapiens debet firmiter → Dem Klugen ist Gesetzestreue stete Pflicht
Greek Monolingual
ονειρόφαντος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.)
1. αυτός που παρουσιάζεται κατά τη διάρκεια του ύπνου, σε όνειρο
2. αυτός που είναι όμοιος με όνειρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνειρος + -φαντος (< φαίνω / φαίνομαι), πρβλ. δημόφαντος].