ονειρόφαντος

From LSJ
Revision as of 10:35, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Νόμων ἔχεσθαι (Νόμοις ἕπεσθαι) πάντα δεῖ τὸν σώφρονα → Legibus haerere sapiens debet firmiter → Dem Klugen ist Gesetzestreue stete Pflicht

Menander, Monostichoi, 380

Greek Monolingual

ονειρόφαντος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.)
1. αυτός που παρουσιάζεται κατά τη διάρκεια του ύπνου, σε όνειρο
2. αυτός που είναι όμοιος με όνειρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνειρος + -φαντος (< φαίνω / φαίνομαι), πρβλ. δημόφαντος].