Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men
ὀξυθηγής, -ές (Α)
οξύθηκτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -θηγής (< θήγω), πρβλ. νεοθηγής].