ορθοεπώ

From LSJ
Revision as of 08:40, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127

Greek Monolingual

ὀρθοεπῶ, -έω (Α)
μιλώ ή προφέρω σωστά («τὸ μὴ πᾱσι φθόγγοις ὀρθοεπεῖν», Διον. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + -επῶ (< -επής < ἔπος), πρβλ. καλλι-επώ].