ὀρνεοθυσία
English (LSJ)
ἡ,
A sacrifice of birds, Paus.Dam.p.160 D.
German (Pape)
[Seite 382] ἡ, das Opfer von Vögeln, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρνεοθῠσία: ἡ, θυσία ὀρνέων, Ἰω. Μαλαλ. 1. σ, 258.
Greek Monolingual
ὀρνεοθυσία, ἡ (ΑΜ)
η θυσία πτηνών με σκοπό την συναγωγή προβλέψεων για το μέλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνεον + θυσία.