συναγωγή

From LSJ

ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ → sew up Philip's mouth with an unsoaked rush, stop Philip's mouth with an unsoaked rush, shut one's mouth without any trouble

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνᾰγωγή Medium diacritics: συναγωγή Low diacritics: συναγωγή Capitals: ΣΥΝΑΓΩΓΗ
Transliteration A: synagōgḗ Transliteration B: synagōgē Transliteration C: synagogi Beta Code: sunagwgh/

English (LSJ)

ἡ,
A a bringing together:
I of persons, ἀνδρὸς καὶ γυναικός Pl.Tht.150a; collecting, ὄχλων, ἀνδρῶν, etc., Plb.4.7.6, D.L.2.129, etc.; συμποσίου Ath.5.192b; assembling, meeting, τῶν λογιστῶν IG12.91.9, cf. Test.Epict.4.7.
2 assembly, LXX Ex.12.3, OGI737.1 (Egypt, ii B.C.), etc.; τῶν συνέδρων IG5(1).1390.49 (Andania, i B.C.), cf. Test.Epict.4.25; place of assembly, especially of the Jewish synagogue, Ev.Luc.8.41, Act.Ap.9.2, BCH 56.293 (Stobi), etc.; meeting house, Μαρκιωνιστῶν OGI608.1 (Syria, iv A.D.); conventicle, Cod.Just.1.5.18.3.
II of things, συναγωγή [τῶν ἐκπεπταμένων] Hp.Off.11, cf. Epicur.Nat.14.4, etc.; opp. διαιρέσεις, Pl.Phdr.266b; συναγωγὴ πολέμου = levying of war, Th.2.18; gathering in of harvest, συναγωγὴ τοῦ σίτου PCair.Zen.433.5 (iii B.C.), Plb.1.17.9, etc.; συναγωγὴ χρημάτων Democr.222, SIG410.14 (Erythrae, iii B.C.), Plb.27.12.2, cf. Phld.Oec.p.51 J.; συναγωγὴ ὑδάτων LXX Ge.1.9 (pl.), cf. Le.11.36; πύου Heras ap.Gal.13.815 (pl.); ξύλων PMich.Zen.84.15 (iii B.C.); harvest, ἑορτὴ συναγωγῆς LXX Ex.34.22.
2 drawing together, contracting, συναγωγὰς καὶ ἐκτάσεις στρατιᾶς = forming an army in column or in line, Pl.R. 526d; contraction of ranks either in front or depth, Arr.Tact.11.3; αἱ τοῦ προσώπου συναγωγαί = pursing up or wrinkling of the face, Isoc.9.44; μετώπου Hp.Coac.210; bringing together, closing up of a wound, Gal.10.191; σ. τῶν μηρῶν Sor.2.41; τῶν ὀφθαλμῶν Arist.Pr.876b10; opp. διαστολή, Id.Ph.217b15; συναγωγὴν ἔχειν, συναγωγὴν λαμβάνειν, = συνάγεσθαι, Thphr.HP3.10.5, PCair.Zen.54.6 (iii B.C.), Str.8.2.3, cf. 12.2.4.
3 collection, τῶν νόμων καὶ τῶν πολιτειῶν Arist.EN1181b7 (pl.); of writings, D.H.2.27, Cic.Att.9.13.3, 16.5.5, Herod.Med. in Rh.Mus. 58.114, Gal.12.836, Orib.1Prooem.2.
4 combination, (πολιτειῶν) Arist.Pol.1316b40.
5 conclusion, inference, Id.Rh.1400b26, 1410a22, Gal.16.676, S.E.P.2.143, 170; cogent reasoning, Chrysipp.Stoic. 2.89; demonstration, Phld.Rh.1.91 S.

German (Pape)

[Seite 996] ἡ, das Zusammenführen, Sammeln, die Versammlung, Vereinigung; ἀνδρὸς καὶ γυναικός, Plat. Theaet. 150 a; Gegensatz διαίρεσις, Phaedr. 266 b; das Zusammenziehen, στρατιᾶς, im Gegensatz von ἔκτασις, Rep. VII, 526 d; πολέμου, Rüstung zum Kriege, Thuc. 2, 18; τῶν ὄχλων, Pol. 4, 7, 6; τοῦ σίτου, 1, 17, 9, ὕδατος, Plut. philos. c. princ. 1; auch übertr., συναγωγὴ τοῦ προσώπου, das Zusammenziehen des Gesichts, es in Falten Legen, Isocr. 9, 44.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
I. action de réunir :
1 en gén.
2 préparatifs (de guerre);
3 recueil, collection;
II. rapprochement, d'où
1 contraction (du visage, etc.);
2 resserrement, rapprochement, rétrécissement;
3 t. de log. conclusion;
NT: synagogue.
Étymologie: συνάγω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνᾰγωγή -ῆς, ἡ [συνάγω] van pers. verbinding:; σ. ἀνδρὸς καὶ γυναικός de verbintenis van man en vrouw Plat. Tht. 150a; samenkomst; NT Act. Ap. 13.43; spec. plaats van samenkomst, synagoge. NT Mt. 4.23. van zaken het bijeenbrengen:; σ. χρημάτων het bijeenbrengen van geld Democr. B 222; ξυναγωγὴ πολέμου oorlogsvoorbereiding Thuc. 2.18.3; verzameling:; τῶν νόμων καὶ τῶν πολιτειῶν αἱ συναγωγαί de verzamelingen van wetten en staatsinrichtingen Aristot. EN 1181b7; combinatie:. τὰς συναγωγὰς... τῶν εἰρημένων ἐπισκεπτέον de combinaties van de beschreven (staatsvormen) moeten onderzocht worden Aristot. Pol. 1316b40. samentrekking:; ταῖς τοῦ προσώπου συναγωγαῖς door het fronsen van het gelaat Isocr. 9.44; milit. het concentreren:. συναγωγὰς καὶ ἐκτάσεις concentratie en verspreiding Plat. Resp. 526d. filos. conclusie:. Aristot. Rh. 1400b26.

Russian (Dvoretsky)

συνᾰγωγή:
1 соединение, союз, связь (ἀνδρὸς καὶ γυναικός Plat.);
2 собрание, сборище (ὄχλων Polyb.);
3 собирание, сбор, уборка (τοῦ σίτου Polyb.);
4 набор, формирование (στρατιᾶς Plat.);
5 стягивание: σ. τοῦ προσώπου Isocr. хмурость лица;
6 смыкание, закрывание (τῶν ὀφθαλμῶν Arst.);
7 сокращение, уплотнение, сжатие (τῆς ὕλης Arst.);
8 сужение: συναγωγὴν λαμβάνειν Diod. суживаться;
9 подготовка, организация (πολέμου Thuc.);
10 сочетание, подбор: σ. τῶν ἀντικειμένων Arst. подбор возражений;
11 синагога NT.

Spanish

contracción

Greek (Liddell-Scott)

συνᾰγωγή: ἡ, τὸ συνάγειν εἰς τὸ αὐτό· Ι. ἐπὶ προσώπων, ἀνδρὸς καὶ γυναικὸς Πλάτ. Θεαίτ. 150Α· συνάθροισις, ὄχλων, ἀνδρῶν, κτλ., Πολύβ. 4. 7, 6, Διογ. Λ. 2. 129, κτλ.· συμποσίου Ἀθήν. 192Β· συνέλευσις, τῶν λογιστῶν Συλλ. Ἐπιγρ. 76. 9, πρβλ. 2448 IV. 7. 2) συνέλευσις λαοῦ, Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΙΒ΄, 3, κτλ.)· τόπος συναθροίσεως, συναγωγὴ Ἑβραϊκή, «συναγῶγι» παρὰ τοῖς ἐν Ἰωαννίνοις Ἑβραίοις, Μ.?, Εὐαγγ. κ. Λουκ. η΄, 41, Πράξ. Ἀποστ. θ΄, 2, κτλ. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, σ. τῶν ἐκπεπταμένων Ἱππ. π. Ἱητρεῖον 744· ἀντίθετ. τῷ διαίρεσις, Πλάτ. Φαῖδρ. 266Β· σ. πολέμου, στρατολογία πρὸς πόλεμον, Θουκ. 2. 18 ἡ συγκομιδὴ τῶν καρπῶν, τοῦ σίτου, οἴνου, κτλ., Πολύβ. 1. 17, 9, κτλ. χρημάτων, ὑδάτων, κτλ., ὁ αὐτ. 2) τὸ συμπτύσσειν, συναγωγὰς καὶ ἐκτάσεις στρατιᾶς, συμπτύξεις καὶ ἐξελίξεις στρατοῦ, Πλάτ. Πολ. 526D· σ. τοῦ προσώπου, σύμπτυξις τοῦ δέρματος τοῦ προσώπου, ῥυτίδες, Ἰσοκρ. 197D· τῶν ὀφθαλμῶν Ἀριστ. Προβλ. 4. 2· ἀντίθετ. τῷ διαστολή, ὁ αὐτ. ἐν Φυσ. 4. 9, 9· σ. ἔχειν, σ. λαμβάνειν = συνάγεσθαι, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 3. 10, 5, Στράβ. 335, 536, κτλ. 3) συλλογή, τῶν νόμων καὶ τῶν πολιτειῶν Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 10. 9, 21, πρβλ. Πολιτ. 6. 1, 3· ἐπὶ συγγραμμάτων, Διον. Ἁλ. 2. 27, Κικ. πρ. Ἀττ. 9. 13, 3., 16. 5, 5. 4) συμπέρασμα, Ἀριστ. Ρητ. 2. 23, 30., 3. 9, 8, Σέξτ. Ἐμπ. π. ΙΙ. 2. 143, 170.

English (Strong)

from (the reduplicated form of) συνάγω; an assemblage of persons; specially, a Jewish "synagogue" (the meeting or the place); by analogy, a Christian church: assembly, congregation, synagogue.

English (Thayer)

συναγωγῆς, ἡ (συνάγω), the Sept. for קָהָל and very often for עֵדָה. In Greek writings a bringing together, gathering (as of fruits), a contracting; an assembling together of men. In the N.T.
1. an assembly of men: τοῦ Σατανᾶ, whom Satan governs, a synagogue, i. e., a. "an assembly of Jews formally gathered together to offer prayer and listen to the reading and exposition of the Holy Scriptures"; assemblies of the sort were held every sabbath and feast-day, afterward also on the second and fifth days of every week (see references below): Epiphanius haer. 30,18 says of the Jewish Christians συναγωγήν οὗτοι καλουσι τήν ἑαυτῶν ἐκκλησίαν καί οὐχί ἐκκλησίαν (cf. Lightfoot on Philippians, p. 192)); (cf. Trench, Synonyms, § 1, and especially Harnack's elaborate note on Hermas, mand. 11,9 [ET] (less fully and accurately in Hilgenfeld's Zeitschr. f. wiss. Theol. for 1876, p. 102ff) respecting the use of the word by the church Fathers of the 2nd, 3rd, and 4th centuries; cf. Hilgenfeld's comments on the same in his 'Hermae Pastor', edition alt., p. 183 f).
b. the building where those solemn Jewish assemblies are held (Hebrew הַכְּנֶסֶת בֵּית, i. e. 'the house of assembly'). Synagogues seem to date their origin from the Babylonian exile. In the time of Jesus and the apostles every town, not only in Palestine but also among the Gentiles if it contained a considerable number of Jewish inhabitants, had at least one synagogue, the larger towns several or even many. That the Jews held trials and even inflicted punishments in them, is evident from such passages as G L T Tr WH) singular has an indefinite or generic force (R. V. text in synagogues)); Josephus, Antiquities 19,6, 3; b. j. 2,14, 4. (5; 7,3, 8; Philo, qued omn. prob. book § 12)). Cf. Winer s RWB, under the word Synagogen; Leyrer in Herzog edition 1, xv., p. 299ff; Schürer, N.T. Zeitgesch. § 27 (especially ii.); Kneucker in Schenkel v., p. 443 f; (Hamburger, Real-Encycl. ii, p. 1142ff; Ginsburg in Alex.'s Kitto, under the word Synagogue; Edersheim, Jesus the Messiah, book iii, chapter x.).

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυναγωγή Α συνάγω
1. (για πρόσ. και για πράγμ.) συνάθροιση, σύναξη, συγκέντρωση (α. «περατώθηκε η συναγωγή της ύλης» β. «ἡ τῶν τοιούτων ἀνδρῶν συναγωγή», Διογ. Λαέρ.
γ. «ἐγίγνοντο ἐπιμελεῖς περὶ συναγωγὴν χρημάτων», Πολ.)
2. συγκομιδή, μάζεμα, συσσώρευση («τὴν συναγωγὴν τῶν... καρπῶν ποιοῦντας», Διόδ.)
3. ιερός χώρος συγκέντρωσης τών Ιουδαίων για την τέλεση τών θρησκευτικών τους καθηκόντων καθώς και το αντίστοιχο κτήριο, χάβρα
αρχ.
1. τόπος σύσκεψης, συνεδρίου
2. συνέλευση («τῶν λογιστῶν συναγωγή», επιγρ.)
3. σύναψη, ένωση («διὰ τὴν ἄδικον ξυναγωγὴν ἀνδρὸς καὶ γυναικός, ᾗ δὴ προαγωγεία ὄνομα», Πλάτ.)
4. σωρός («ἐπὶ συναγωγὴν λίθων κοιμᾱται», ΠΔ)
5. (για συγγράμματα) συλλογή («Ἡρακλείδης ἐν τῇ συναγωγῇ τῶν ἐν μουσικῇ», Πλούτ.)
6. σύμπτυξη («συναγωγὰς καὶ ἐκτάσεις στρατιᾱς» — οι σχηματισμοί του στρατεύματος κατά φάλαγγα ή κατά παράταξη, Πλάτ.)
7. συστολή («συναγωγαὶ μετώπου» — οι ρυτίδες του δέρματος του μετώπου, Ιπποκρ.)
8. πλησίασμα, προσέγγιση («συναγωγὴ τῶν μηρῶν», Σωρ.)
9. (για τραύματα) επούλωση
10. κατασκευή που απολήγει σε οξύ
11. συμπέρασμα («ὁ γὰρ ἔλεγχος συναγωγὴ τῶν ἀντικειμένων ἐστίν», Αριστοτ.)
12. ισχυρό επιχείρημα
13. απόδειξη.

Greek Monotonic

συνᾰγωγή: ἡ,
I. 1. συγκέντρωση στο ίδιο σημείο, σύναξη, συνένωση, σε Πλάτ.
2. τόπος συγκέντρωσης, εβραϊκή συναγωγή, σε Καινή Διαθήκη
II. 1. συναγωγή, προετοιμασία πολέμου, συνάθροιση στρατευμάτων, σε Θουκ.
2. μάζεμα και αποθήκευση σοδειάς, σε Πολύβ.
3. σύμπτυξη, συμπύκνωση, συναγωγὴ στρατιᾶς, διάταξη στρατεύματος κατά στήλες, σε Πλάτ.· συναγωγὴ τοῦπροσώπου, σύμπτυξη, σούφρωμα και ρυτίδωση προσώπου, κατήφεια, σε Ισοκρ.
4. συλλογή, ανθολόγηση γραπτών κειμένων, σε Αριστ.
III. συμπέρασμα, εξαγωγή συμπεράσματος, στον ίδ.

Middle Liddell

συνᾰγωγή, ἡ, [from συνάγω
I. a bringing together, uniting, Plat.
2. a place of assembly, synagogue, NTest.
II. ς. πολέμου a levying of war, Thuc.
2. a gathering in of harvest, Polyb.
3. a drawing together, contracting, ς. στρατιᾶς a forming an army in column, Plat.; ς. τοῦ προσώπου a pursing up or wrinkling of the face, Isocr.
4. a collection of writings, Arist.
III. a conclusion, inference, Arist.

Chinese

原文音譯:sunagwg» 尋-阿哥給
詞類次數:名詞(57)
原文字根:共同-帶領 相當於: (קָהָל‎)
字義溯源:人的聚集,聚集的地方,會,會堂,集會;源自(συνάγω)=共同帶領),由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(ἄγω)*=帶領)組成
出現次數:總共(56);太(9);可(8);路(15);約(2);徒(19);雅(1);啓(2)
譯字彙編
1) 會堂(53) 太4:23; 太6:2; 太6:5; 太9:35; 太10:17; 太12:9; 太13:54; 太23:6; 太23:34; 可1:21; 可1:23; 可1:29; 可1:39; 可6:2; 可12:39; 可13:9; 路4:15; 路4:16; 路4:20; 路4:28; 路4:33; 路4:38; 路4:44; 路6:6; 路7:5; 路8:41; 路11:43; 路12:11; 路13:10; 路20:46; 路21:12; 約6:59; 約18:20; 徒6:9; 徒9:2; 徒9:20; 徒13:5; 徒13:14; 徒13:43; 徒14:1; 徒15:21; 徒17:1; 徒17:10; 徒17:17; 徒18:4; 徒18:7; 徒18:19; 徒18:26; 徒19:8; 徒22:19; 徒24:12; 徒26:11; 雅2:2;
2) 一會(2) 啓2:9; 啓3:9;
3) 一個會堂(1) 可3:1

English (Woodhouse)

contraction

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό συνάγω → σύν + ἄγω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Translations

contraction

Afrikaans: verkleining; Bulgarian: скъсяване, свиване; Burmese: ချုံ့ခြင်း, ကျုံ့ခြင်း; Catalan: contracció; Chinese Mandarin: 收縮, 收缩; Finnish: supistuminen; French: contraction; German: Kontraktion, Abnahme, Abnehmen, Minderung, Schrumpfen, Schrumpfung, Schwinden, Schwindung, Verengung, Verkleinerung, Verkürzung, Zusammenziehung, Stauchung; Greek: συστολή; Ancient Greek: ξυναγωγή, πρόσσταλσις, συναγωγή, συναίρεσις, συνολκή, ὑπόσταλσις; Hebrew: התכווצות; Hungarian: összehúzás, összehúzódás; Indonesian: kontraksi; Italian: contrazione; Japanese: 収縮; Korean: 단축; Kyrgyz: кыскаруу; Latin: contractio; Macedonian: скратување; Norwegian: kontraksjon, forminskning; Occitan: contraccion; Portuguese: contração; Romanian: contracție; Russian: сокращение, сжатие; Spanish: contracción; Swedish: kontraktion, minskning; Tagalog: daginsin; Tajik: дардгирӣ; Thai: การหดตัว; Uzbek: qisqarish

synagogue

Afrikaans: sinagoge; Albanian: sinagogë; Arabic: ⁧كَنِيس⁩, ⁧بِيعَة⁩, ⁧صَلَاة⁩; Judeo-Arabic: ⁧כניס⁩, ⁧כניסיא⁩, ⁧צלא⁩, ⁧שנוגׄא⁩; Armenian: սինագոգ, ժողովուրդ; Assyrian Neo-Aramaic: ⁧ܟܢܘܫܬܐ⁩; Asturian: sinagoga; Azerbaijani: sinaqoq, xavra; Basque: sinagoga; Belarusian: сінагога; Berber Tashelhit: ccnuɣt, tacnuɣt; Bulgarian: синагога; Catalan: sinagoga; Chinese Mandarin: 猶太教堂/犹太教堂, 猶太會堂/犹太会堂; Czech: synagoga; Danish: synagoge; Dutch: synagoge; Esperanto: sinagogo; Estonian: sünagoog; Faroese: sýnagoga; Finnish: synagoga; French: synagogue; Galician: sinagoga; Georgian: სინაგოგა; German: Synagoge, Schule; Gothic: 𐍃𐍅𐌽𐌰𐌲𐍉𐌲𐌴; Greek: συναγωγή, χάβρα; Ancient Greek: συναγωγή; Hebrew: ⁧בֵּית־כְּנֶסֶת⁩; Hindi: आराधनालय, सिनेगग; Hungarian: zsinagóga; Icelandic: samkunduhús, sýnagóga; Ido: sinagogo; Irish: sionagóg; Italian: sinagoga; Japanese: シナゴーグ; Judeo-Tat: нумаз, нимаз; Khmer: វិហារជ្វីហ្វ; Korean: 시나고그; Kurdish Central Kurdish: ⁧کەنیشت⁩; Northern Kurdish: kinîşte, sînagog, hewra; Ladino Hebrew: ⁧קהל⁩, ⁧אסנוגה⁩; Latin: kal, esnoga, sinagoga; Latin: proseucha; Latvian: sinagoga; Ligurian: scinagöga; Lishana Deni: ⁧כנשתא⁩; Lithuanian: sinagoga; Lombard: sinagoga; Macedonian: синагога, авра; Malay: sinagog, sinagoge, kanisah, saumaah, biah; Maltese: sinagoga; Norman: synnagogue; Norwegian Bokmål: synagoge; Nynorsk: synagoge; Old Armenian: ժողովուրդ; Old Church Slavonic: сѵнагога; Persian: ⁧کنیسه⁩, ⁧کنشت⁩; Piedmontese: sinagòga; Plautdietsch: Judenschool; Polish: synagoga, bożnica; Portuguese: sinagoga, esnoga; Romanian: sinagogă; Russian: синагога; Scottish Gaelic: sionagog; Serbo-Croatian Cyrillic: синагога; Roman: sinagoga; Slovak: synagóga; Slovene: sinagoga; Spanish: sinagoga; Swahili: sinagogi; Swedish: synagoga; Tagalog: sinagoga; Thai: สุเหร่ายิว; Turkish: sinagog, havra; Ukrainian: синагога; Urdu: ⁧کنیسہ⁩, ⁧کنشت⁩; Vietnamese: giáo đường Do thái; Volapük: sünagog, sinagöp; Welsh: synagog; West Frisian: synagoge; Yiddish: ⁧שול⁩, ⁧סינאַגאָגע⁩