ορτυγοθήρας
From LSJ
Οἶνος γὰρ ἐμποδίζει → Vinum impedit → Denn Wein behindert
Greek Monolingual
ο (Α ορτυγοθήρας)
κυνηγός ορτυκιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρτυξ, -υγος + -θήρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. χρυσοθήρας].
Οἶνος γὰρ ἐμποδίζει → Vinum impedit → Denn Wein behindert
ο (Α ορτυγοθήρας)
κυνηγός ορτυκιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρτυξ, -υγος + -θήρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. χρυσοθήρας].