χρυσοθήρας
Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn
German (Pape)
[Seite 1380] ὁ, Goldjäger, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσοθήρας: -ου, ὁ, ὁ θηρεύων χρυσόν, ζητῶν νὰ εὕρῃ χρυσόν, τοῖς χρυσοθήραις ἄρχουσιν Νικήτ. Χρον. 338Α.
Greek Monolingual
ο, ΝΜ
μτφ. άτομο που επιδιώκει επίμονα να πλουτίσει
νεοελλ.
άνθρωπος που αναζητεί κοιτάσματα χρυσού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -θήρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. ελεφαντοθήρας].
Translations
gold digger
Bulgarian: златотърсач; Chinese Mandarin: 淘金者; Danish: guldgraver; Esperanto: orserĉisto, orfosisto; Finnish: kullankaivaja; French: chercheur d'or; German: Goldgräber, Goldgräberin; Greek: χρυσοθήρας; Ancient Greek: χρυσοθήρας, χρυσορύκτης, χρυσωρύχος; Hungarian: aranyásó; Italian: cercatore d'oro; Norwegian Bokmål: gullgraver; Nynorsk: gullgravar; Polish: poszukiwacz złota; Russian: золотоискатель, старатель; Spanish: excavador de oro, excavadora de oro; Swedish: guldgrävare