ἔστι γὰρ ὁ φίλος ἄλλος αὐτός → a friend, you see, is another self
ὀστοφαγῶ, -έω (ΑΜ)τρώω οστά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + -φαγῶ (< -φάγος), πρβλ. σαρκοφαγώ].