σαρκοφαγώ
From LSJ
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
Greek Monolingual
σαρκοφαγῶ, -έω, ΝΑ σαρκοφάγος
είμαι σαρκοφάγος, τρώγω σάρκες
αρχ.
1. τρώγω τις σάρκες κάποιου («σαρκοφαγοῦσι τὰς ζώων σάρκας», Διόδ.)
2. φρ. «σαρκοφαγῶ μέλη» — κόβω σε κομμάτια, κατακόπτω (Ανθ. Παλ.).