ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
οὐρηρός, -ά, -όν (Α)(συν. για αγγείο) ο κατάλληλος για ούρηση.[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐρῶ + κατάλ. -ηρός (πρβλ. νοσηρός)].