ουρητήρας
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
ο (Α οὐρητήρ, -ῆρος)
στον πληθ. οι ουρητήρες
δύο σωληνοειδείς πόροι που μεταφέρουν τα ούρα από τα νεφρά στην ουροδόχο κύστη
αρχ.
η ουρήθρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐρῶ + επίθημα -τήρ(ας) (πρβλ. αυλητήρ)].