ουρητήρας

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336

Greek Monolingual

ο (Α οὐρητήρ, -ῆρος)
στον πληθ. οι ουρητήρες
δύο σωληνοειδείς πόροι που μεταφέρουν τα ούρα από τα νεφρά στην ουροδόχο κύστη
αρχ.
η ουρήθρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐρῶ + επίθημα -τήρ(ας) (πρβλ. αυλητήρ)].