ὀχετοκράνιον
From LSJ
εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming
Greek Monolingual
ὀχετοκράνιον, τὸ (Α) οχετόκρανον
υποκορ. του οχετόκρανον.
German (Pape)
τό, = ὀχετόκρανον, EM.
εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming
ὀχετοκράνιον, τὸ (Α) οχετόκρανον
υποκορ. του οχετόκρανον.
τό, = ὀχετόκρανον, EM.