Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

οχετόκρανον

From LSJ

Μέγιστον ὀργῆς ἐστι φάρμακον λόγος → Irae remedium maximum est oratio → Das beste Mittel gegen Zorn: ein gutes Wort

Menander, Monostichoi, 346

Greek Monolingual

ὀχετόκρανον, τὸ (Α)
το ακραίο τμήμα οχετού, από όπου εκχέεται το νερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀχετός + κρανίον (πρβλ. κιονόκρανον), βλ. λ. κρανίο].