οχετόκρανον
From LSJ
Γυναῖκα θάπτειν κρεῖσσόν ἐστιν ἢ γαμεῖν → Sepelire satius feminam quam ducere → Ein Weib bestatten, besser ist's als heiraten
Greek Monolingual
ὀχετόκρανον, τὸ (Α)
το ακραίο τμήμα οχετού, από όπου εκχέεται το νερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀχετός + κρανίον (πρβλ. κιονόκρανον), βλ. λ. κρανίο].